Πέμπτη 10 Μαρτίου 2022

Τα καλοκαιρινά μου σινεμά




Το κοκτέιλ ευτυχισμένων στιγμών της ζωής μου περιέχει τα εξής: εμένα ως παιδί, καλοκαίρι στο Λουτράκι, παιχνίδι χωρίς όρια, ατελείωτες ώρες στη θάλασσα.

Όμως το τελευταίο συστατικό -το κερασάκι- ήταν ταινία, το βράδυ σε ένα από

ΤΑ 4 ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΑ ΜΟΥ ΣΙΝΕΜΑ

1) ΓΑΛΑΞΙΑΣ

Μέσα σε αυτόν μεγάλωσα. Κυριολεκτικά. 

Βρισκόταν Βενιζέλου και Δαμασκηνού, ακριβώς δίπλα από το σπίτι και το ξενοδοχείο, αρκετά κοντά ώστε να φαίνεται η άκρη της οθόνης και στο βάθος τα Γεράνεια. 

Έπιανε σχεδόν μισό οικοδομικό τετράγωνο και ήταν κυκλωμένος από ψηλή λευκή μάντρα, τυλιγμένη γιασεμί. 

Πάνω από την κεντρική είσοδο στεκόταν απειλητικό, ένα από τα ορόσημα της παιδικότητάς μου: Το τεράστιο τριχωτό χέρι του King Kong με την τρομοκρατημένη Jessica Lange στην παλάμη του.

Πριν κλείσω τα 5, με τους γονείς μου να είναι όλη μέρα στο ξενοδοχείο και να πρέπει να μας αφήσουν κάπου, ο Γαλαξίας ήταν η προφανής λύση. 

Με το που άνοιγε τις πόρτες του, ο αδερφός μου, εγώ και η υπόλοιπη γειτονιά, ντόπιοι και Αθηναίοι, καταλήγαμε να πιάνουμε τις 2 μπροστινές σειρές για 2 συνεχόμενες προβολές. 

Βλέπαμε τα πάντα: Από το Ο Λαμπρούκος Μπαλαντέρ, όλες τις κωμωδίες του Λουί Ντε Φινές και του Τέρενς Χιλ με τον Μπαντ Σπένσερ και τις ταινίες του Bruce Lee, μέχρι τα πρώτα Star Wars (ήμασταν ήδη στο Γαλαξία),  με παγωτό χωνάκι, πατατάκια και πορτοκαλάδα Λουτρακίου Ήβη μπλε. 

Στα διαλείμματα αναπαριστούσαμε τη δράση και σκίζαμε τα γόνατά μας στο σκληρό χαλίκι. 

Στη βραδινή παράσταση ερχόταν και  μητέρα μου ξεθεωμένη. Χωνόμουν στην αγκαλιά της.

Οι ευτυχισμένες στιγμές αμέτρητες αλλά και δύο μεγάλα τραύματα: 1) Όταν μου ζήτησαν –πώς τόλμησαν και τι προδοσία (;) -ακόμη δεν μπορώ να το χωνέψω- πρώτη φορά να πληρώσω το αντίτιμο του εισιτηρίου –πρέπει να ήμουν 7 ή 8- και 2) όταν ο Γαλαξίας έκλεισε και χτίστηκε. 

Αυτό το δράμα θα επαναλαμβανόταν ακόμη 2 φορές. 

2) ΑΛΣΟΣ

Άλλο θρυλικό σινεμά. Κι αυτό εντυπωσιακό σε διαστάσεις, βρισκόταν ψηλά, στη Χατζοπούλου λίγο πριν την Καραϊσκάκη στο ύψος της Παναγίας της Γιάτρισσας. Το σινεμά της εφηβείας μας. 

Πιο λαϊκό στις επιλογές του, έφερνε όλα τα μπλοκμπάστερ της εποχής, Ρόκυ και Καράτε Κιντ, Dirty Dancing και το Μπαράκι του Σεντ Έλμο, όλους τους Δράκουλες με τον Πίτερ Κούσινγκ και τον Κρίστοφερ Λι, αλλά και ελληνικά, τα Τσακάλια του Δαλιανίδη και το γυρισμένο κάτω από τον κορινθιακό ήλιο Εκείνο το Καλοκαίρι του Γεωργιάδη

Μαζί με τον Γαλαξία συχνά φιλοξενούσε και παραστάσεις θεάτρου.

Το τελευταίο σινεμά που ακολούθησε τη μοίρα των άλλων δύο. Έκλεισε και χτίστηκε.

3) ΗΛΕΚΤΡΑ

Υπάρχει από τη δεκαετία του 1930. 

Το μόνο –ευτυχώς- άθικτο, στέκεται ακόμη στην προνομιακή του θέση, στην άκρη του παραλιακού πάρκου, κάτω από τους επιβλητικούς ευκάλυπτους και ανάμεσα στη θάλασσα και τους πρόποδες των Γερανείων. 

Λόγω της εγγύτητάς του με τα ιαματικά λουτρά και τα παλιά αρχοντικά ξενοδοχεία του Λουτρακίου, που παραδοσιακά φιλοξενούσαν ηλικιωμένους -κομψευόμενους ηλιοκαμένους παππούδες και εντυπωσιακές γιαγιάδες με μοβ μαλλιά- η επιλογή των ταινιών γινόταν για αυτούς.

Ευτυχώς για μένα που ήθελα να δω τα πάντα: Από τη Gilda, το Casablanca, το Νοτόριους, τη Ρεβέκκα και το Γεράκι της Μάλτας, μέχρι το Ωραία μου Κυρία και τη Γέφυρα του Ποταμού Κβάι αλλά και το Σινεμά ο Παράδεισος και όλα τα βαρύγδουπα οσκαρικά (βλ. Άγγλος Ασθενής). 

Εδώ παίζαμε στις παραστάσεις του σχολείου, Ιφιγένεια εν Ταύροις και Ηλέκτρα (στο Ηλέκτρα), εδώ οι πρώτες συναυλίες. Εδώ και τα πρώτα ραντεβού.

Λόγω οικογενειακής φιλίας με τους ιδιοκτήτες, έμπαινα δωρεάν φλασάροντας μια κάρτα (V.I.P.)!

Το επισκέπτομαι ανελλιπώς κάθε καλοκαίρι. Τώρα με τα παιδιά μου.

Το επισκέπτομαι με συγκίνηση γιατί ήταν το σινεμά του φίλου μου του Μιχάλη. Τώρα το έχουν τα δικά του παιδιά.

4) ΟΡΦΕΑΣ

Προς το κέντρο της πόλης και ψηλά, Περιάνδρου και Κολοκοτρώνη -στη γειτονιά του Άι Γιάννη, βρισκόταν ο Ορφέας. Μια καταπράσινη όαση, ο πιο προσεγμένος και με μεράκι φτιαγμένος. 

Είχε τη σωστή -σχεδόν αμφιθεατρική κλίση, ώστε να μη σου  μπλοκάρει τη θέα ο μπροστινός, καλό σύστημα ήχου, σφικτά πλεγμένα λαστιχένια καθίσματα, μικρό εξώστη και ήταν κυκλωμένος από πυκνή βλάστηση. 

Πρώτος και στην επιλογή των ταινιών. Όλα τα οσκαρικά αλλά και πιο ψαγμένα της εποχής, νέα και παλιότερα –από Χίτσκοκ μέχρι Βέντερς, Σκορτσέζε, Βούλγαρη, Αγγελόπουλο, Φασμπίντερ και Μπεσόν

Σήμα κατατεθέν, το πρωτοποριακό κυλικείο με τις φρέσκες τηγανητές πατάτες συνοδευόμενες από μαγιονέζα, μουστάρδα  ή κέτσαπ αλλά και σουβλάκι, χοτ-ντογκ και ποικιλία παγωτών. 

Άρτος και θεάματα, κατακλυσμός εικόνων, ήχων, γεύσεων και μυρωδιών.

Εδώ είδαμε τα πρώτα θρίλερ, όλους τους Εφιάλτες στο δρόμο με τις Λεύκες και όλους τους Δολοφόνους με το Πριόνι.


Εδώ είδαμε το Grease μια Παρασκευή, μάθαμε όλα τα τραγούδια, ξανά το Σάββατο –μάθαμε τα χορευτικά και ξανά την Κυριακή για την ζωντανή παράσταση.

Εδώ βρισκόμασταν κάθε χρονιά για μια δεκαετία η ίδια παρέα για τους Ατσίδες με τα Μπλε, το Απέραντο Γαλάζιο και το Άκρως Τρελό κι Απόρρητο.

Εδώ τόλμησα να πάω πρώτη φορά μόνη μου-στα 13 ή 14- να δω -μια ταινία που δεν ήθελε να δει κανείς- την Εκλογή της Σοφί,  με τη Meryl Streep να δίνει ρεσιτάλ και τα δάκρυά μου να τρέχουν μέσα στο σακουλάκι με τις πατάτες, στην αγαπημένη μου θέση, ακριβώς κάτω από τη μηχανή προβολής με το καθησυχαστικό γρου-γρου.

Εδώ, ένα βροχερό βράδυ προς το τέλος του καλοκαιριού:

Η βροχή –σπάνιο λουτρακιώτικο φαινόμενο, 9 φορές στις 10 συνοδευόταν από 'black out by ΔΕΗ' –σύνηθες λουτρακιώτικο φαινόμενο. 

Όλη η πόλη βυθιζόταν στο μαύρο σκοτάδι. 

Αν εκείνο το βράδυ ήταν σαν όλα τα άλλα, αυτό δεν θα είχε καμία απολύτως σημασία. Το συγκεκριμένο βράδυ, η απουσία ρεύματος ήταν για μένα καταστροφική.

Χτίζω σασπένς τώρα (σαν το μάστερ του σασπένς -τον άλλον).

Στις 9 και για μία μόνο προβολή ο Ορφέας θα έπαιζε μια ταινία θρύλο. Που δεν την είχα δει ποτέ. Που είχα διαβάσει ο, τι μπορούσα να διαβάσω γι’ αυτήν –στην προ ίντερνετ εποχή- και που είχα δει μόνο μέρη της από ντοκιμαντέρ, φωτογραφίες και περιγραφές. 

Εκείνο το βράδυ θα έβλεπα για πρώτη φορά το Ψυχώ του Χίτσκοκ -ο μάστερ που λέγαμε.

Η ώρα είχε πάει 9 παρά δέκα, η δυστυχία μου χτυπούσε κόκκινο και στεκόμουν έξω από το ξενοδοχείο, βασανιζόμενη από ερωτήματα του τύπου ‘γιατί τώρα και γιατί σε μένα΄ όταν βλέπω να έρχεται φορτσάτη πάνω στο παπί της, η κολλητή μου η Ήρα (θα μπορούσα να γράψω ολόκληρο βιβλίο γι’ αυτήν, αλλά το μόνο που χρειάζεται να ξέρετε για τώρα, είναι ότι έμενε πάνω από τον Ορφέα), φωνάζοντας ότι το ρεύμα –στη γειτονιά της-  είχε έρθει!     

Πριν καν φρενάρει, είχα πετάξει πάνω στο παπί. 

Λίγες στιγμές μετά,  βρισκόμασταν μέσα στο βρεγμένο σινεμά με αχνιστές πατάτες και αντιανεμικά, στην αγαπημένη μου θέση, ακριβώς κάτω από τη μηχανή προβολής με το καθησυχαστικό γρου-γρου, παρακολουθώντας με ευλάβεια τις ακατονόμαστες πράξεις του Νόρμαν Μπέιτς και μετρώντας ένα-ένα τα 78 πλάνα και 52 κατ της επικής σκηνής στο ντουζ.                                  

                           FIN